- κυνοβλώψ
- κυνοβλώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που κοιτάζει με κυνική αναίδεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)*- + -βλώψ (< βλέπω, εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας), πρβλ. παρα-βλώψ, υπο-βλώψ. Τα σύνθ. αυτά μπορεί να σχηματίστηκαν και αναλογικά με τα σύνθ. σε -ωψ < ὤψ, ὠπός «μάτι», πρβλ. γλαυκ-ώψ].
Dictionary of Greek. 2013.